σύγκραση

σύγκραση
η / σύγκρασις -άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, -ήσεως, Α [συγκεράννυμι]
1. η ενέργεια τού συγκεράννυμι*, σύμμιξη, ανάμιξη
2. εκκλ. η ένωση με τον θεό
αρχ.
1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.)
2. αστρον. ο συνδυασμός τών επιδράσεων τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. α) «ὁ καιρὸς τῆς συγκράσεως» — η στιγμή κατά την οποία το έδεσμα δεν είναι ούτε πολύ θερμό ούτε πολύ ψυχρό (Αλεξ.)
β) «ἡ σύγκρασις τοῡ ἔτους» — εποχή, κλίμα τού έτους (Διοσκ.)
γ) «ἡ εἰς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς σύγκρασις» — κράμα ολιγαρχίας και δημοκρατίας (Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • συγκραματικός — ή, όν, Α [σύγκραμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη 2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • συγκρασία — ἡ, Α [σύγκρατος (Ι)] πιθ. σύγκραση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”